Κυκλοβόρος: Difference between revisions
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Κυκλοβόρος:''' -ου, ὁ (βι-βρώσκω)· Κυκλόβορος, [[χείμαρρος]] στην Αττική, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''Κυκλοβόρος:''' -ου, ὁ (βι-βρώσκω)· Κυκλόβορος, [[χείμαρρος]] στην Αττική, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Κυκλοβόρος:''' ὁ Киклобор, «Пожирающий все вокруг» (бурный поток в Аттике): Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων Arph. имеющий голос Киклобора, т. е. ревущий как Киклобор. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, torrent in Attica,
A κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων Id.Eq.137; ᾤμην δ' ἔγωγε τὸν K. κατιέναι Id.Fr.636.
Greek (Liddell-Scott)
Κυκλοβόρος: ὁ, χαράδρα, χείμαρρος ἐν Ἀττικῇ ῥέων μετὰ πολλοῦ ψόφου, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων Ἀριστοφ. Ἱππ. 137· ᾤμην δ’ ἔγωγε τὸν Κ. κατιέναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 539· ἴδε ἐν λέξ. χαράδρα. (Πιθ. ἐκ √ΒΟΡ, βιβρώσκω).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Cycloborus, torrent de l’Attique.
Étymologie: κύκλος, βιβρώσκω.
Greek Monotonic
Κυκλοβόρος: -ου, ὁ (βι-βρώσκω)· Κυκλόβορος, χείμαρρος στην Αττική, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Κυκλοβόρος: ὁ Киклобор, «Пожирающий все вокруг» (бурный поток в Аттике): Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων Arph. имеющий голос Киклобора, т. е. ревущий как Киклобор.