κουρίας: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κουρίας:''' -ου, ὁ ([[κουρά]]), [[κάποιος]] με κοντά μαλλιά, σε Λουκ.
|lsmtext='''κουρίας:''' -ου, ὁ ([[κουρά]]), [[κάποιος]] με κοντά μαλλιά, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κουρίας:''' ου adj. m стриженый Luc., Diog. L.
}}
}}

Revision as of 23:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρίας Medium diacritics: κουρίας Low diacritics: κουρίας Capitals: ΚΟΥΡΙΑΣ
Transliteration A: kourías Transliteration B: kourias Transliteration C: kourias Beta Code: kouri/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who wears his hair short, ἐν χρῷ κ. Luc.Fug.27, Vit.Auct.20, D.L.6.31; cf. ἐγχρωκουρίας.

Greek (Liddell-Scott)

κουρίας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων βραχεῖαν κόμην, κεκαρμένος, Λουκ. Δραπ. 27, Βίων Πρᾶσ. 20, Διογ. Λ. 6. 31.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui a les cheveux coupés.
Étymologie: κουρά.

Greek Monolingual

κουρίας, ὁ (Α)
αυτός που έχει κουρεμένα μαλλιά («τὸν ἐν χρῷ κουρίαν ἐκεῑνον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + επίθημα -ίας].

Greek Monotonic

κουρίας: -ου, ὁ (κουρά), κάποιος με κοντά μαλλιά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κουρίας: ου adj. m стриженый Luc., Diog. L.