λάθω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(5)
(3)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λάθω:''' [ᾰ], υποτ. αορ. βʹ, και λᾰθών, μτχ. αορ. βʹ του [[λανθάνω]].
|lsmtext='''λάθω:''' [ᾰ], υποτ. αορ. βʹ, και λᾰθών, μτχ. αορ. βʹ του [[λανθάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λάθω:''' <b class="num">I</b> conjct. к [[λανθάνω]].<br /><b class="num">II</b> дор. = [[λήθω]].
}}
}}

Revision as of 09:44, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

λάθω: [ᾰ], λᾰθών, μετοχ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ῥήμ. λανθάνω.

French (Bailly abrégé)

sbj. ao.2 de λανθάνω.

Greek Monotonic

λάθω: [ᾰ], υποτ. αορ. βʹ, και λᾰθών, μτχ. αορ. βʹ του λανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

λάθω: I conjct. к λανθάνω.
II дор. = λήθω.