νηοκόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νηοκόρος:''' -ον ([[νηός]]), ποιητ. αντί [[νεωκόρος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''νηοκόρος:''' -ον ([[νηός]]), ποιητ. αντί [[νεωκόρος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''νηοκόρος:''' ὁ ион. Anth. = [[νεωκόρος]] II.
}}
}}

Revision as of 09:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηοκόρος Medium diacritics: νηοκόρος Low diacritics: νηοκόρος Capitals: ΝΗΟΚΟΡΟΣ
Transliteration A: nēokóros Transliteration B: nēokoros Transliteration C: niokoros Beta Code: nhoko/ros

English (LSJ)

ον, (νηός) poet. for νεωκόρος, ib.9.22 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

νηοκόρος: -ον, (νηὸς) ποιητ. ἀντὶ τοῦ νεωκόρος, Ἀνθ. Π. 9. 22.

Greek Monolingual

νηοκόρος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. νεωκόρος.

Greek Monotonic

νηοκόρος: -ον (νηός), ποιητ. αντί νεωκόρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νηοκόρος: ὁ ион. Anth. = νεωκόρος II.