ὀλέκρανον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
(5)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλέκρᾱνον:''' τό, Αττ. αντί [[ὠλέκρανον]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀλέκρᾱνον:''' τό, Αττ. αντί [[ὠλέκρανον]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλέκρᾱνον:''' τό локтевой сгиб, локоть Arph.
}}
}}

Revision as of 00:52, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 319] τό, = ὠλέκρανον, Ar. Pax 435, s. unten.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλέκρᾱνον: ὀλεκρανίζω, ἴδε ἐν λέξ. ὠλ-.

Greek Monolingual

ὀλέκρανον, τὸ (Α)
βλ. ωλέκρανον.

Greek Monotonic

ὀλέκρᾱνον: τό, Αττ. αντί ὠλέκρανον, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλέκρᾱνον: τό локтевой сгиб, локоть Arph.