νοσηματώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νοσημᾰτώδης:''' -ες, = [[νοσώδης]], σε Αριστ. | |lsmtext='''νοσημᾰτώδης:''' -ες, = [[νοσώδης]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νοσημᾰτώδης:''' болезненный, нездоровый Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A = νοσώδης, Arist.GA727b28, EN1149a6, Ptol.Tetr.188. Adv. νοσηματωδῶς, ἔχειν Arist.EN1148b33.
Greek (Liddell-Scott)
νοσημᾰτώδης: -ες, = νοσώδης, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 1. 19, 23, Ἠθ. Νικ. 7. 5, 3. - Ἐπίρρ., νοσηματωδῶς ἔχειν αὐτόθι 4.
Greek Monolingual
νοσηματώδης, -ῶδες (Α) νόσημα
νοσώδης, νοσηρός.
επίρρ...
νοσηματωδῶς (Α)
με νοσηματώδη τρόπο.
Greek Monotonic
νοσημᾰτώδης: -ες, = νοσώδης, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
νοσημᾰτώδης: болезненный, нездоровый Arst.