οἴκτισμα: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἴκτισμα:''' -ατος, τό ([[οἰκτίζω]]), [[θρήνος]], [[οδυρμός]], [[πένθος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''οἴκτισμα:''' -ατος, τό ([[οἰκτίζω]]), [[θρήνος]], [[οδυρμός]], [[πένθος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἴκτισμα:''' ατος τό сетование, жалобы Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A lamentation, E.Heracl.158 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
οἴκτισμα: τό, θρῆνος, πένθος, Εὐρ. Ἡρακλ. 158.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
lamentation, plainte qui excite la pitié.
Étymologie: οἰκτίζω.
Greek Monolingual
οἴκτισμα, τὸ (Α) οικτίζω
θρήνος, κλαυθμός.
Greek Monotonic
οἴκτισμα: -ατος, τό (οἰκτίζω), θρήνος, οδυρμός, πένθος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
οἴκτισμα: ατος τό сетование, жалобы Eur.