Οἰνόη: Difference between revisions
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Οἰνόη:''' ἡ ([[οἶνος]]), η [[Οινόη]], όνομα δήμου της Αττικής, σε Ηρόδ. κ.λπ. | |lsmtext='''Οἰνόη:''' ἡ ([[οἶνος]]), η [[Οινόη]], όνομα δήμου της Αττικής, σε Ηρόδ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Οἰνόη:''' ἡ Эноя<br /><b class="num">1)</b> дем в атт. филе [[Ἱπποθωντίς]] Her., Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> дем в атт. филе [[Αἰαντίς]] Luc.;<br /><b class="num">3)</b> укрепленный город на Коринфском перешейке Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ, (οἶνος)
A Oenoë, name of two Attic demes, 1 of the φυλὴ Ἱπποθοωντίς, on the Boeot. frontier near Eleutherae, Hdt.5.74, Th.2.18, Str.8.6.16 (Οἰνώνη codd.). 2 of the φυλὴ Αἰαντίς, near Marathon ; Οἰνόη or Οἰναῖοι τὴν χαράδραν, prov. of self-inflicted ruin, Zen.5.29, Hsch. : loc. pl. Οἰνόησι IG12.845.5. II Adj. Οἰναῖος, belonging to one of these demes, ib.22.99,1623.5, 1926.130, etc. ; also Οἰνοαῖος SIG541A3 (Delph., iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
Οἰνόη: ἡ, (οἶνος, Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 933), ὄνομ. δύο Ἀττ. δήμων, 1) τῆς φυλῆς Ἱπποθρωντίδος, ἐπὶ τῶν Βοιωτικῶν συνόρων πλησίον τῶν Ἐλευθερῶν, Ἡρόδ. 5. 74, Θουκ. 2. 18, Στράβ. 375. 2) τῆς φυλῆς Αἰαντίδος, παρὰ τὸν Μαραθῶνα, Οἰνόη ἢ Οἰναῖοι τὴν χαράδραν, παροιμ. ἐπὶ ὀλέθρου ὃν ἐπιφέρει τις εἰς ἑαυτόν· ἴδε τὸ διήγημα παρὰ Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ζηνόβ. 5.29 καὶ Ἡσύχ. ΙΙ. Οἰναῖοι, οἱ, οἱ τοὺς δήμους τούτους οἰκοῦντες, Συλλ. Ἐπιγρ. 158Α. 12.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 Œnoè (est), dème attique de la tribu Æantide;
2 Œnoè (ouest), dème attique de la tribu Hippothoontide.
Greek Monolingual
η (Α Οινόη)
νεοελλ.
ονομασία πέντε μικρών σημερινών χωριών
αρχ.
1. ονομασία δύο αττικών δήμων: α) της φυλής Ιπποθοωντίδος στα σύνορα με τη Βοιωτία, κοντά στις Ελευθερές
β) της φυλής Αιαντίδος, ΒΔ του Μαραθώνα
2. μικρή πόλη στην Αργολίδα που πήρε την ονομασία της από τον βασιλιά της Καλυδώνος Οινέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οίη (Ι)].
Greek Monotonic
Οἰνόη: ἡ (οἶνος), η Οινόη, όνομα δήμου της Αττικής, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Οἰνόη: ἡ Эноя
1) дем в атт. филе Ἱπποθωντίς Her., Thuc.;
2) дем в атт. филе Αἰαντίς Luc.;
3) укрепленный город на Коринфском перешейке Xen.