οὐραγία: Difference between revisions
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οὐρᾱγία:''' ἡ, [[οπισθοφυλακή]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''οὐρᾱγία:''' ἡ, [[οπισθοφυλακή]], σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὐρᾱγία:''' ἡ арьергард или тыл Polyb., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:25, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A rearguard, ib.De.25.18, Plb.1.19.14, 6.40.6, D.S.15.71.
German (Pape)
[Seite 416] ἡ, das Amt des οὐραγός, das Anführen des Nachtrabs. Gewöhnlich aber der Nachtrab selbst, = οὐρά, Ggstz von στόμα, v. l. bei Xen. An. 3, 4, 42, wie Pol. οἱ ἐπὶ τῆς οὐραγίας τεταγμένοι, 6, 40, 6 u. öfter, u. Sp., wie Plut. Anton. 42.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾱγία: ἡ, τὸ ὄπισθεν στρατεύματος, ὀπισθοφυλακία, Πολύβ. 1. 19, 14., 6. 40, 6, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐραγία˙ στρατηγίας οὐρά, τουτέστι τὸ τέλος τῆς στρατιᾶς καὶ τῆς τάξεως».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
arrière-garde.
Étymologie: οὐραγός.
Greek Monolingual
η (Α οὐραγία) ουραγός
η ουρά στρατεύματος που βρίσκεται σε πορεία, η οπισθοφυλακή
νεοελλ.
ναυτ. η οπισθοφυλακή ναυτικής δυνάμεως που πορεύεται κατά γραμμή παραγωγής.
Greek Monotonic
οὐρᾱγία: ἡ, οπισθοφυλακή, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
οὐρᾱγία: ἡ арьергард или тыл Polyb., Plut.