παλίρροπος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰλίρροπος:''' -ον ([[ῥέπω]]), αυτός που ρέπει προς τα [[πίσω]], παλίρροπον [[γόνυ]], [[γόνατο]] που λυγίζει από το [[βάρος]] του σώματος, σε Ευρ. | |lsmtext='''πᾰλίρροπος:''' -ον ([[ῥέπω]]), αυτός που ρέπει προς τα [[πίσω]], παλίρροπον [[γόνυ]], [[γόνατο]] που λυγίζει από το [[βάρος]] του σώματος, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰλίρροπος:''' согнутый, склоненный ([[γόνυ]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A toltering, bent, π. γόνυ (of an old man) ib.492.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίρροπος: -ον, πάλιν ῥέπων, κεκαμμένος, παλίρροπον γόνυ, κάμπτον ἐκ τοῦ βάρους τοῦ σώματος, κλονούμενον, Εὐρ. Ἠλ. 492.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se recourbe.
Étymologie: πάλιν, ῥέπω.
Greek Monolingual
παλίρροπος, -ον (Α)
αυτός που κλίνει ή κάμπτεται προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ροπος (< ῥοπή < ῥέπω)].
Greek Monotonic
πᾰλίρροπος: -ον (ῥέπω), αυτός που ρέπει προς τα πίσω, παλίρροπον γόνυ, γόνατο που λυγίζει από το βάρος του σώματος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίρροπος: согнутый, склоненный (γόνυ Eur.).