πάμφθαρτος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάμφθαρτος:''' -ον ([[φθείρω]]), αυτός που καταστρέφει τα πάντα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πάμφθαρτος:''' -ον ([[φθείρω]]), αυτός που καταστρέφει τα πάντα, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πάμφθαρτος:''' всеистребляющий, губительный ([[μόρος]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 01:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμφθαρτος Medium diacritics: πάμφθαρτος Low diacritics: πάμφθαρτος Capitals: ΠΑΜΦΘΑΡΤΟΣ
Transliteration A: pámphthartos Transliteration B: pamphthartos Transliteration C: pamfthartos Beta Code: pa/mfqartos

English (LSJ)

ον,

   A all-destroying, μόρος A.Ch.296.

German (Pape)

[Seite 455] allverderbend, Alle zu Grunde richtend, μόρος, Aesch. Ch. 294.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφθαρτος: -ον, ὁ τὰ πάντα φθείρων, ὀλέθριος, μόρος Αἰσχύλ. Χο. 296.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a détruit tout, funeste.
Étymologie: πᾶν, φθείρω.

Greek Monolingual

πάμφθαρτος, -ον (Α)
αυτός που φθείρει τα πάντα, ολέθριος («παμφθάρτῳ μόρῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + φθαρτός (< φθείρω), πρβλ. κακό-φθαρτος].

Greek Monotonic

πάμφθαρτος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τα πάντα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πάμφθαρτος: всеистребляющий, губительный (μόρος Aesch.).