πελαργιδεύς: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πελαργῐδεύς:''' ὁ, [[μικρός]] [[πελαργός]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πελαργῐδεύς:''' ὁ, [[μικρός]] [[πελαργός]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πελαργῐδεύς:''' έως ὁ молодой аист, аистенок Arph., Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 1 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ,
A young stork, Ar.Av.1356, Plu.2.992b.
German (Pape)
[Seite 549] ὁ, das Junge des Storches; Ar. Av. 1356; Plut. Gryll. 9.
Greek (Liddell-Scott)
πελαργῐδεύς: ὁ, ὁ νεοσσὸς πελαργοῦ, νεαρὸς πελαργός, ἐπὴν ὁ πατὴρ ὁ πελαργὸς ἐκπετησίμους πάντας ποιήσῃ τοὺς πελαργιδεῖς τρέφων, δεῖ τοὺς νεοττοὺς τὸν πατέρα πάλιν τρέφειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1356, Πλούτ. 2. 992Β.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
cigogneau.
Étymologie: πελαργός.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
ο νεοσσός του πελαργού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελαργός + επίθημα -ιδεύς (πρβλ. αετ-ιδεύς, λυκ-ιδεύς)].
Greek Monotonic
πελαργῐδεύς: ὁ, μικρός πελαργός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πελαργῐδεύς: έως ὁ молодой аист, аистенок Arph., Plat.