παράορος: Difference between revisions
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παράορος:''' Δωρ. αντί <i>παρ-ήορος</i>. | |lsmtext='''παράορος:''' Δωρ. αντί <i>παρ-ήορος</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παράορος:''' дор. = [[παρήορος]] I. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. παρήορος. παραός· ἀετός (Maced.), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
παράορος: ἴδε ἐν λ. παρήορος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράορος· σειραφόρος».
French (Bailly abrégé)
dor. c. παρήορος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. παρήορος.
Greek Monotonic
παράορος: Δωρ. αντί παρ-ήορος.
Russian (Dvoretsky)
παράορος: дор. = παρήορος I.