παρτιθεῖ: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
(5)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρτιθεῖ:''' ποιητ. αντί <i>παρατιθεῖ</i>, γʹ ενικ. του [[παρατίθημι]].
|lsmtext='''παρτιθεῖ:''' ποιητ. αντί <i>παρατιθεῖ</i>, γʹ ενικ. του [[παρατίθημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρτιθεῖ:''' эп. 3 л. sing. praes. к [[παρατίθημι]].
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. prés. ind. épq. de παρατίθημι.

English (Autenrieth)

see παρατίθημι.

Greek Monotonic

παρτιθεῖ: ποιητ. αντί παρατιθεῖ, γʹ ενικ. του παρατίθημι.

Russian (Dvoretsky)

παρτιθεῖ: эп. 3 л. sing. praes. к παρατίθημι.