περιφλύω: Difference between revisions
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιφλύω:''' βλ. [[περιφλεύω]]. | |lsmtext='''περιφλύω:''' βλ. [[περιφλεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιφλύω:''' (ῡ) обжигать, опалять (τοὺς ζῶντας Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. περιφλεύω.
German (Pape)
[Seite 599] ringsum verbrennen, versengen, vom Blitze, Ar. Nubb. 395, wie περιφλεύω.
Greek (Liddell-Scott)
περιφλύω: ἴδε περιφλεύω.
French (Bailly abrégé)
brûler en partie.
Étymologie: c. περιφλεύω.
Greek Monolingual
Α
1. (για κεραυνό) απανθρακώνω
2. (για την ράβδο του Ααρών) κάνω να βλαστήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. του περιφλεύω].
Greek Monotonic
περιφλύω: βλ. περιφλεύω.
Russian (Dvoretsky)
περιφλύω: (ῡ) обжигать, опалять (τοὺς ζῶντας Arph.).