πίθων: Difference between revisions
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
(6) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πίθων:''' ὁ, [[μικρός]] [[πίθηκος]], σε Βάβρ.· λέγεται για τον κόλακα, σε Πίνδ. | |lsmtext='''πίθων:''' ὁ, [[μικρός]] [[πίθηκος]], σε Βάβρ.· λέγεται για τον κόλακα, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πίθων:''' ωνος (ῐ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> обезьянка Babr.;<br /><b class="num">2)</b> лукавец, льстец Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ,
A little ape, Babr.56.4: καλὸς π. παρὰ παισίν Pi.P.2.72, cf. Sostrat. ap. Eust.1665.53.
German (Pape)
[Seite 614] ὁ, = πίθηκος, Schmeichler, Pind. P. 2, 72; Sostrat. bei Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πίθων: ὁ, ὁ μικρὸς πίθηκος, Βάβρ. 56. 4· ἐν χρήσει ἐπὶ κόλακος Πινδ. Π. 2. 132, πρβλ. Σώστρατ. παρ’ Εὐστ. 1665. 53.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
c. πίθηκος.
English (Slater)
πῐθων
1 monkey καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός (P. 2.72)
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
1. μικρός πίθηκος, μαϊμουδάκι
2. κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του πίθ-ηκ-ος, με επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. δρόμ-ων, τρίβ-ων)].
Greek Monotonic
πίθων: ὁ, μικρός πίθηκος, σε Βάβρ.· λέγεται για τον κόλακα, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
πίθων: ωνος (ῐ) ὁ
1) обезьянка Babr.;
2) лукавец, льстец Pind.