ποίκιλσις: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποίκιλσις:''' -εως, ἡ ([[ποικίλλω]]), = [[ποικιλία]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ποίκιλσις:''' -εως, ἡ ([[ποικίλλω]]), = [[ποικιλία]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποίκιλσις:''' εως ἡ Plat. = [[ποικιλία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = ποικιλία, Pl. Lg.747a(pl.).
German (Pape)
[Seite 651] ἡ, = ποικιλία, Plat. Legg. V, 747 a.
Greek (Liddell-Scott)
ποίκιλσις: -εως, ἡ, (ποικίλλω) = ποικιλία, Πλάτ. Νόμ. 747Α.
Greek Monotonic
ποίκιλσις: -εως, ἡ (ποικίλλω), = ποικιλία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ποίκιλσις: εως ἡ Plat. = ποικιλία.