πολύφονος: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
(6)
(4)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύφονος:''' -ον, [[πολύ]] [[φονικός]], εξαιρετικά [[θανατηφόρος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πολύφονος:''' -ον, [[πολύ]] [[φονικός]], εξαιρετικά [[θανατηφόρος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύφονος:''' убивающий многих ([[χείρ]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 02:36, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très meurtrier.
Étymologie: πολύς, φόνος.

Greek Monotonic

πολύφονος: -ον, πολύ φονικός, εξαιρετικά θανατηφόρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύφονος: убивающий многих (χείρ Eur.).