προέηκα: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
(6)
(4)
 
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προέηκα:''' Επικ. αντί <i>-ῆκα</i>, αόρ. αʹ του <i>προίημι</i>.
|lsmtext='''προέηκα:''' Επικ. αντί <i>-ῆκα</i>, αόρ. αʹ του <i>προίημι</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''προέηκα:''' эп. (= [[προῆκα]]) aor. 1 к [[προΐημι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ao. épq. de προίημι.

English (Autenrieth)

see προΐημι.

Greek Monotonic

προέηκα: Επικ. αντί -ῆκα, αόρ. αʹ του προίημι.

Russian (Dvoretsky)

προέηκα: эп. (= προῆκα) aor. 1 к προΐημι.