πρηκτήρ: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(6) |
(4) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρηκτήρ:''' [[πρηκτός]], Ιων. αντί [[πρακτήρ]], [[πρακτός]]. | |lsmtext='''πρηκτήρ:''' [[πρηκτός]], Ιων. αντί [[πρακτήρ]], [[πρακτός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρηκτήρ:''' ῆρος ὁ ион. = [[πρακτήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 699] ὁ, ion. = πρακτήρ; Il. 9, 443 μύθων δὲ ῥητῆρ' ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων; Od. 8, 162.
Greek (Liddell-Scott)
πρηκτήρ: πρηκτός, ἴδε πρακτήρ, πρακτός.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πρακτήρ.
English (Autenrieth)
ῆρος (πρήσσω): doer; ἔργων, Il. 9.433; pl., traders, Od. 8.162.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ιων. τ. βλ. πρακτήρ.
Greek Monotonic
πρηκτήρ: πρηκτός, Ιων. αντί πρακτήρ, πρακτός.
Russian (Dvoretsky)
πρηκτήρ: ῆρος ὁ ион. = πρακτήρ.