σκιόωντο: Difference between revisions

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
(6)
(4)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκιόωντο:''' Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του [[σκιάω]].
|lsmtext='''σκιόωντο:''' Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του [[σκιάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκιόωντο:''' эп. 3 л. pl. impf. к [[σκιάω]].
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. Pass. de σκιάω.

Greek Monotonic

σκιόωντο: Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του σκιάω.

Russian (Dvoretsky)

σκιόωντο: эп. 3 л. pl. impf. к σκιάω.