συμπλανάομαι: Difference between revisions
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπλᾰνάομαι:''' Παθ., περιπλανιέμαι με κάποιον, σε Πολύβ. | |lsmtext='''συμπλᾰνάομαι:''' Παθ., περιπλανιέμαι με κάποιον, σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπλᾰνάομαι:''' <b class="num">1)</b> совместно блуждать, вместе странствовать Plut.: παρακολουθεῖν καὶ σ. τινι Diod. сопровождать кого-л. в (его) странствиях;<br /><b class="num">2)</b> вместе заблуждаться: σ. ταῖς ἀγνοίαις τινός Polyb. быть введенным в заблуждение чьей-л. неосведомленностью. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A wander about with, τινι D.S.3.59, Plu.Ant.29, Philostr.Ep.56: metaph., ταῖς ἀγνοίαις . . τῶν συγγραφέων Plb.3.21.10.
German (Pape)
[Seite 987] mit, zugleich, zusammen umherirren, umherschweifen, ταῖς ἀγνοίαις τῶν συγγραφέων Pol. 3, 21, 10.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλᾰνάομαι: μέλλ. -ήσομαι, περιπλανῶμαι μετά τινος, τινι Διόδ. 3. 59, κτλ.· μεταφορ., πλανῶμαι ὁμοῦ, ταῖς ἀγνοίαις τῶν συγγραφέων Πολύβ. 3. 21, 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
errer ensemble, s’égarer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, πλανάομαι.
Greek Monotonic
συμπλᾰνάομαι: Παθ., περιπλανιέμαι με κάποιον, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συμπλᾰνάομαι: 1) совместно блуждать, вместе странствовать Plut.: παρακολουθεῖν καὶ σ. τινι Diod. сопровождать кого-л. в (его) странствиях;
2) вместе заблуждаться: σ. ταῖς ἀγνοίαις τινός Polyb. быть введенным в заблуждение чьей-л. неосведомленностью.