συμβατήριος: Difference between revisions
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμβᾰτήριος:''' -ον, = το επόμ., σε Θουκ. | |lsmtext='''συμβᾰτήριος:''' -ον, = το επόμ., σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμβᾰτήριος:''' примирительный, направленный к соглашению (λόγοι Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, = sq.,
A λόγοι Th.5.76, D.H.2.45, al.; σπονδαί Ph.1.390, al.
German (Pape)
[Seite 978] = Folgdm, λόγοι, Thuc. 5, 76.
Greek (Liddell-Scott)
συμβᾰτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ., λόγοι Θουκ. 5. 76, Διον. Ἁλ. 2. 45, κ. ἀλλ.· σπονδαὶ Φίλων 1. 392, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
conciliant.
Étymologie: συμβαίνω.
Greek Monolingual
-ον, Α
συμβιβαστικός («λόγους... ξυμβατηρίους», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος)].
Greek Monolingual
-ον, Α
συμβιβαστικός («λόγους... ξυμβατηρίους», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος)].
Greek Monotonic
συμβᾰτήριος: -ον, = το επόμ., σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμβᾰτήριος: примирительный, направленный к соглашению (λόγοι Thuc.).