συναναζεύγνυμι: Difference between revisions
From LSJ
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συναναζεύγνῡμι:''' μέλ. <i>-ζεύξω</i>, [[ξεκινώ]] μαζί με κάποιον, σε Πλούτ. | |lsmtext='''συναναζεύγνῡμι:''' μέλ. <i>-ζεύξω</i>, [[ξεκινώ]] μαζί με κάποιον, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναναζεύγνῡμι:''' одновременно двинуться в поход Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A set out along with, Plu.Eum. 3.
German (Pape)
[Seite 999] (s. ζεύγνυμι), mit od. zugleich aufbrechen, Plut. Eum. 3.
Greek (Liddell-Scott)
συναναζεύγνῡμι: ἀναζεύγνυμι, ἐκκινῶ ὁμοῦ μετά τινος, Πλουτ. Εὐμέν. 3. ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
lever le camp en même temps.
Étymologie: σύν, ἀναζεύγνυμι.
Greek Monolingual
Α
ξεκινώ για πορεία μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζεύγνυμι «γυρίζω πίσω, ξεκινώ, αναχωρώ»].
Greek Monolingual
Α
ξεκινώ για πορεία μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζεύγνυμι «γυρίζω πίσω, ξεκινώ, αναχωρώ»].
Greek Monotonic
συναναζεύγνῡμι: μέλ. -ζεύξω, ξεκινώ μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συναναζεύγνῡμι: одновременно двинуться в поход Plut.