ταυρόκερως: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(6)
(4b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταυρόκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει κέρατα ταύρου, σε Ευρ.
|lsmtext='''ταυρόκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει κέρατα ταύρου, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ταυρόκερως:''' ωτος adj. с бычачьими рогами ([[θεός]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 04:36, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1073] ωτος, ὁ, ἡ, mit Stierhörnern, θεός, Eur. Bacch. 100, wie Euphor. lr. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κέρατα ταύρου, Εὐρ. Βάκχ. 100, Ὀρφ. Ὕμν. 52. 2.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ)
aux cornes de taureau.
Étymologie: ταῦρος, κέρας.

Greek Monolingual

-έρωτος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει κέρατα ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κερως (< κέρας), πρβλ. ῥινό-κερως].

Greek Monotonic

ταυρόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει κέρατα ταύρου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ταυρόκερως: ωτος adj. с бычачьими рогами (θεός Eur.).