τραχέως: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρᾱχέως:''' επίρρ. του [[τραχύς]]. | |lsmtext='''τρᾱχέως:''' επίρρ. του [[τραχύς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρᾱχέως:''' ион. [[τρηχέως]]<br /><b class="num">1)</b> грубо, сурово, свирепо (περιέπεσθαι [[ὑπό]] τινος Her.; ὑλακτεῖν Plut.): τ. ἔχειν τινί Dem. сердиться на кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> негодующе (φέρειν τι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:48, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. τραχύς 11.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχέως: Ἐπίρρ. τοῦ τραχύς, ὅ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec âpreté ou rudesse ; fig. τρηχέως (ion.) περιέπεσθαι HDT être durement traité ; τραχέως φέρειν PLUT être entêté ; τραχέως ἔχειν ISOCR être rude;
Cp. τραχύτερον, Sp. τραχύτατα.
Étymologie: τραχύς.
Greek Monolingual
και ιων. τ. τρηχέως Α
επίρρ. βλ. τραχύς.
Greek Monotonic
τρᾱχέως: επίρρ. του τραχύς.
Russian (Dvoretsky)
τρᾱχέως: ион. τρηχέως
1) грубо, сурово, свирепо (περιέπεσθαι ὑπό τινος Her.; ὑλακτεῖν Plut.): τ. ἔχειν τινί Dem. сердиться на кого-л.;
2) негодующе (φέρειν τι Plut.).