τλάθυμος: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(6) |
(4b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τλάθῡμος:''' -ον, Δωρ. αντί [[τλήθυμος]]. | |lsmtext='''τλάθῡμος:''' -ον, Δωρ. αντί [[τλήθυμος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τλάθῡμος:''' (ᾱ) дор. = [[τλήθυμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:48, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 1122] dor. = τλήθυμος, ἀλκά, Pind. N. 2, 15.
Greek (Liddell-Scott)
τλάθῡμος: -ον, Δωρικ. ἀντὶ τλήθυμος, «ἰσχυροκάρδιος» (Ἡσύχ.)· ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος Πινδ. Ν. 2, 15.
English (Slater)
τλᾱθῡμος, -ον
1 persevering ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει (N. 2.15) κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. τλήθυμος.
Greek Monotonic
τλάθῡμος: -ον, Δωρ. αντί τλήθυμος.
Russian (Dvoretsky)
τλάθῡμος: (ᾱ) дор. = τλήθυμος.