τριώρυγος: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(6) |
(nl) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τριώρυγος:''' [ῠ], -ον ([[ὀργυιά]]), αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] οργυιές, σε Ξεν. | |lsmtext='''τριώρυγος:''' [ῠ], -ον ([[ὀργυιά]]), αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] οργυιές, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τριώρυγος -ον [τρι-, ὄργυια] van drie vadem. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:16, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
τριώρῠγος: -ον, (ὀργυιὰ) τριῶν ὀργυιῶν· ὁ ἀρχαῖος Ἀττικ. τύπος ὃν ἀποκατέστησεν ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52 ὁ L. Dind. ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἅτινα ἔχουσι τριώρων ἢ τριώρυον) ἀντὶ τριώργυιον· πρβλ. διώρυγος, πεντώρυγος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de trois brasses.
Étymologie: τρεῖς, ὀρύσσω, ὄργυια.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μήκος τρεις οργιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ώρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. οργυιά (πρβλ. πεντ-ώρυγος)].
Greek Monotonic
τριώρυγος: [ῠ], -ον (ὀργυιά), αυτός που αποτελείται από τρεις οργυιές, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριώρυγος -ον [τρι-, ὄργυια] van drie vadem.