ὑποκρατηρίδιον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(6) |
(4b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποκρᾱτηρίδιον:''' Ιων. ὑποκρητ-, <i>τό</i>, [[βάση]] πάνω στην οποία τοποθετείται ο [[κρατήρ]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὑποκρᾱτηρίδιον:''' Ιων. ὑποκρητ-, <i>τό</i>, [[βάση]] πάνω στην οποία τοποθετείται ο [[κρατήρ]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποκρᾱτηρίδιον:''' ион. [[ὑποκρητηρίδιον]] τό подставка для чаши, подчашник Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
support d’un petit cratère.
Étymologie: ὑπό, κρατήρ.
Greek Monotonic
ὑποκρᾱτηρίδιον: Ιων. ὑποκρητ-, τό, βάση πάνω στην οποία τοποθετείται ο κρατήρ, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκρᾱτηρίδιον: ион. ὑποκρητηρίδιον τό подставка для чаши, подчашник Her.