χαλκεία: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκεία:''' ἡ, η [[τέχνη]] του σιδηρουργού, αντίθ. προς το <i>[[τεκτονική]]</i> (η [[τέχνη]] του ξυλουργού), σε Πλάτ.
|lsmtext='''χαλκεία:''' ἡ, η [[τέχνη]] του σιδηρουργού, αντίθ. προς το <i>[[τεκτονική]]</i> (η [[τέχνη]] του ξυλουργού), σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκεία:''' ἡ кузнечное мастерство Plat.
}}
}}

Revision as of 15:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεία Medium diacritics: χαλκεία Low diacritics: χαλκεία Capitals: ΧΑΛΚΕΙΑ
Transliteration A: chalkeía Transliteration B: chalkeia Transliteration C: chalkeia Beta Code: xalkei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A smith's work, Hp.Art.53; opp. τεκτονική (joiner's work), Pl.Prt.324e, cf. Smp.197b.    II smithy, forge, HeroBel.98.3.

German (Pape)

[Seite 1329] ἡ, das Schmieden, die Schmiedekunst, Plat. Conv. 197 b Prot. 324 e.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ τέχνη τοῦ χαλκέως, τοῦ σιδηρουργοῦ, ars ferraria, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τεκτονικὴ (ἡ τέχνη τοῦ τέκτονος, τοῦ ξυλουργοῦ), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820, Πλάτ. Πρωτ. 324Ε, Συμπ. 197Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
art du forgeron.
Étymologie: χαλκεύς.

Greek Monolingual

ἡ, Α χαλκεύω
1. η τέχνη του σιδηρουργού, η χαλκευτική
2. το χαλκείο, το σιδηρουργείο.

Greek Monotonic

χαλκεία: ἡ, η τέχνη του σιδηρουργού, αντίθ. προς το τεκτονικήτέχνη του ξυλουργού), σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκεία: ἡ кузнечное мастерство Plat.