φερεαυγής: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φερεαυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), αυτός που φέρνει φως, σε Ανθ. | |lsmtext='''φερεαυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), αυτός που φέρνει φως, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φερεαυγής:''' светоносный, лучезарный Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, poet. for φεραυγής, AP9.634.
German (Pape)
[Seite 1261] ές, poet. statt φερα υγής, κοίρανος αἴγλης Ep. ad. 339 (IX, 634).
Greek (Liddell-Scott)
φερεαυγής: -ές, ποιητ. ἀντὶ φεραυγής, φερεαυγέα κοίρανον αἴγλης Ἀνθ. Παλ. 9. 634.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. φεραυγής.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φεραυγής.
Greek Monotonic
φερεαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που φέρνει φως, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φερεαυγής: светоносный, лучезарный Anth.