ὠνήμην: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
(6)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠνήμην:''' Μέσ. Επικ. αορ. βʹ του [[ὀνίνημι]]· ὠνήθην, αόρ. αʹ.
|lsmtext='''ὠνήμην:''' Μέσ. Επικ. αορ. βʹ του [[ὀνίνημι]]· ὠνήθην, αόρ. αʹ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠνήμην:''' эп. aor. 2 med. к [[ὀνίνημι]].
}}
}}

Revision as of 06:20, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ὠνήμην: ἴδε ὀνίνημι.

French (Bailly abrégé)

ao. Moy. épq. de ὀνίνημι.

English (Autenrieth)

see ὀνίνημι.

Greek Monotonic

ὠνήμην: Μέσ. Επικ. αορ. βʹ του ὀνίνημι· ὠνήθην, αόρ. αʹ.

Russian (Dvoretsky)

ὠνήμην: эп. aor. 2 med. к ὀνίνημι.