ὠκειάων: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(6)
(4b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠκειάων:''' [ᾱ], Επικ. αντί <i>ὠκειῶν</i>, γεν. πληθ. του θηλ. του [[ὠκύς]].
|lsmtext='''ὠκειάων:''' [ᾱ], Επικ. αντί <i>ὠκειῶν</i>, γεν. πληθ. του θηλ. του [[ὠκύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκειάων:''' эп. gen. pl. к [[ὠκύς]].
}}
}}

Latest revision as of 07:32, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

gén. pl. fém. épq. de ὠκύς.

Greek Monotonic

ὠκειάων: [ᾱ], Επικ. αντί ὠκειῶν, γεν. πληθ. του θηλ. του ὠκύς.

Russian (Dvoretsky)

ὠκειάων: эп. gen. pl. к ὠκύς.