κοχλίον: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(3)
(1ba)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κοχλίον:''' (ῑ) τό Batr. v. l. = [[κοχλίας]].
|elrutext='''κοχλίον:''' (ῑ) τό Batr. v. l. = [[κοχλίας]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοχλίον]], ου, τό, [Dim. of [[κόχλος]]<br />a [[small]] [[snail]], Batr.
}}
}}

Revision as of 03:10, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

κοχλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόχλος, μικρὸς κοχλίας, Βατραχομ. 165 ἔνθα γεν. πληθ. κοχλῑ΄ων χάριν τοῦ μέτρου· ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον: κοχλιέων, ἐκ τοῦ κοχλίας.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 dim. de κόχλος;
2 machine à épuisement pour vider la sentine d’un navire.
Étymologie: κόχλος.

Greek Monolingual

κοχλίον, τὸ (Α)
μικρό σαλιγκάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ίον].

Greek Monotonic

κοχλίον: τό, υποκορ. του κόχλος, μικρό σαλιγκάρι, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

κοχλίον: (ῑ) τό Batr. v. l. = κοχλίας.

Middle Liddell

κοχλίον, ου, τό, [Dim. of κόχλος
a small snail, Batr.