κοχλίον

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 dim. de κόχλος;
2 machine à épuisement pour vider la sentine d'un navire.
Étymologie: κόχλος.

German (Pape)

τό, dim. von κόχλος, kleine Schnecke, und alles schneckenförmig Gewundene, wie κοχλίας, Sp.
[Ι ist in κοχλίων des Verses wegen lang gebraucht, Batrach. 165, wofür vielleicht κοχλιέων von κοχλίας zu lesen.]

Russian (Dvoretsky)

κοχλίον: (ῑ) τό Batr. v. l. = κοχλίας.

Greek (Liddell-Scott)

κοχλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόχλος, μικρὸς κοχλίας, Βατραχομ. 165 ἔνθα γεν. πληθ. κοχλῑ΄ων χάριν τοῦ μέτρου· ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον: κοχλιέων, ἐκ τοῦ κοχλίας.

Greek Monolingual

κοχλίον, τὸ (Α)
μικρό σαλιγκάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ίον].

Greek Monotonic

κοχλίον: τό, υποκορ. του κόχλος, μικρό σαλιγκάρι, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

κοχλίον, ου, τό, [Dim. of κόχλος
a small snail, Batr.