ναυπόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(3b)
(1ba)
Line 4: Line 4:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ναυπόρος:''' приводящий в движение судно ([[πλάτη]] Eur.).
|elrutext='''ναυπόρος:''' приводящий в движение судно ([[πλάτη]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[cf. [[ναύπορος]] = [[ναυσιπόρος]] 2,]<br />[[ship]]-[[speeding]], of oars, Eur.
}}
}}

Revision as of 04:11, 10 January 2019

Greek Monolingual

ναυπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που περνάει, που διέρχεται με πλοίο
2. (για τα κουπιά) αυτός που κάνει τα πλοία να πορεύονται, να κινούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. οδοι-πόρος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία].

Russian (Dvoretsky)

ναυπόρος: приводящий в движение судно (πλάτη Eur.).

Middle Liddell

[cf. ναύπορος = ναυσιπόρος 2,]
ship-speeding, of oars, Eur.