προδιομολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''προδιομολογέομαι:''' <b class="num">1)</b> предварительно соглашаться, приходить к соглашению Arst.: κατοψόμεθα [[ῥᾷον]], προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε Plat. мы легче поймем (это), столковавшись вот насчет чего;<br /><b class="num">2)</b> ранее признаваться: προδιωμολογημένα Plat. заранее признанное; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω (ὅτι) Arst. заранее нужно согласиться с тем (что).
|elrutext='''προδιομολογέομαι:''' <b class="num">1)</b> предварительно соглашаться, приходить к соглашению Arst.: κατοψόμεθα [[ῥᾷον]], προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε Plat. мы легче поймем (это), столковавшись вот насчет чего;<br /><b class="num">2)</b> ранее признаваться: προδιωμολογημένα Plat. заранее признанное; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω (ὅτι) Arst. заранее нужно согласиться с тем (что).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Dep. to [[grant]] [[beforehand]]:—Pass. to be granted on [[both]] sides [[beforehand]], Arist.
}}
}}

Revision as of 00:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιομολογέομαι Medium diacritics: προδιομολογέομαι Low diacritics: προδιομολογέομαι Capitals: ΠΡΟΔΙΟΜΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: prodiomologéomai Transliteration B: prodiomologeomai Transliteration C: prodiomologeomai Beta Code: prodiomologe/omai

English (LSJ)

   A agree in allowing beforehand, Pl.Ti.78a, Arist. Top.108b15; π. τινί c. inf., D.C.38.14; π. ἵνα . . Id.62.21:—Pass., προδιωμολογημένα points conceded on both sides beforehand, v.l. for προσ- in Pl.Sph.241a; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω Arist.EN1103b34; τούτου -ομολογηθέντος Ph.1.431.

Greek (Liddell-Scott)

προδιομολογέομαι: ἀποθ., συμφωνῶ ἐκ τῶν προτέρων, Πλάτ. Τίμ. 78Α, Ἀριστ. Τοπ. 1, 18, 6· π. τινι, μετ’ ἀπαρ., Δίων Κ. 38. 14· πρ. ἵνα... ὁ αὐτ. 62. 21. ― Παθ., προδιωμολογημένα, προσυμπεφωνημένα, Πλάτ. Σοφ. 241Α· ἐκεῖνο προδιομολογείσθω Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 2, 3. ― Ρημ. ἐπίθ., προδιομολογητέον, πρέπει τις νὰ παραδεχθῇ ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
convenir auparavant ; ἵνα que ; Pass. être convenu.
Étymologie: πρό, διά, ὁμολογέω.

Greek Monotonic

προδιομολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., συμφωνώ εκ των προτέρων — Παθ., είμαι συμφωνημένος και στις δυο μεριές εκ των προτέρων, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

προδιομολογέομαι: 1) предварительно соглашаться, приходить к соглашению Arst.: κατοψόμεθα ῥᾷον, προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε Plat. мы легче поймем (это), столковавшись вот насчет чего;
2) ранее признаваться: προδιωμολογημένα Plat. заранее признанное; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω (ὅτι) Arst. заранее нужно согласиться с тем (что).

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to grant beforehand:—Pass. to be granted on both sides beforehand, Arist.