συνεργάτις: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
(nl)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets.
|elnltext=συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεργάτις:''' ῐδος (ᾰ) ἡ соучастница, помощница (φόνου Eur.).
}}
}}

Revision as of 12:44, 31 December 2018

Greek Monotonic

συνεργάτις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. του συνεργάτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets.

Russian (Dvoretsky)

συνεργάτις: ῐδος (ᾰ) ἡ соучастница, помощница (φόνου Eur.).