συνεξίσταμαι: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(4b) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεξίσταμαι''': Παθητ., συνεξανίσταμαι, εὐθύμως δὲ τῶν ὄχλων αὐτῷ συνεξισταμένων Πολύβ. 3. 34, 9, πρβλ. 5. 39, 4. | |lstext='''συνεξίσταμαι''': Παθητ., συνεξανίσταμαι, εὐθύμως δὲ τῶν ὄχλων αὐτῷ συνεξισταμένων Πολύβ. 3. 34, 9, πρβλ. 5. 39, 4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:44, 1 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A make common cause with, Plb.3.34.9, 3.68.8, 5.39.4.
German (Pape)
[Seite 1016] (s. ἵστημι), mit od. zugleich aufstehen und herausgehen, in den Kampf ziehen, Pol. 3, 34, 9 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξίσταμαι: Παθητ., συνεξανίσταμαι, εὐθύμως δὲ τῶν ὄχλων αὐτῷ συνεξισταμένων Πολύβ. 3. 34, 9, πρβλ. 5. 39, 4.
Greek Monolingual
Α ἐξίσταμαι
εξέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον.
Russian (Dvoretsky)
συνεξίσταμαι: (fut. συνεκστήσομαι, aor. 2 συνεξέστην) вместе выходить (на бой), одновременно выступать Polyb.