εὐδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδίνητος''': ῑ, ον, εὐκόλως στρεφόμενος, [[εὔστροφος]], τρύπανα Ἀνθ. Π. 6. 205˙ ἐπὶ ὀρχηστῶν, Παύλου Σιλ. Ἀμβων. 120. ΙΙ. [[καλῶς]] ἐστρογγυλευμένος, Νόνν. Δ. 109.
|lstext='''εὐδίνητος''': ῑ, ον, εὐκόλως στρεφόμενος, [[εὔστροφος]], τρύπανα Ἀνθ. Π. 6. 205· ἐπὶ ὀρχηστῶν, Παύλου Σιλ. Ἀμβων. 120. ΙΙ. [[καλῶς]] ἐστρογγυλευμένος, Νόνν. Δ. 109.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδῑνητος Medium diacritics: εὐδίνητος Low diacritics: ευδίνητος Capitals: ΕΥΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: eudínētos Transliteration B: eudinētos Transliteration C: evdinitos Beta Code: eu)di/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A easily turning, τρύπανα AP6.205.7 (Leon.).    II well-rounded, Nonn.D.6.109.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδίνητος: ῑ, ον, εὐκόλως στρεφόμενος, εὔστροφος, τρύπανα Ἀνθ. Π. 6. 205· ἐπὶ ὀρχηστῶν, Παύλου Σιλ. Ἀμβων. 120. ΙΙ. καλῶς ἐστρογγυλευμένος, Νόνν. Δ. 109.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui tourne aisément;
2 bien tourné, bien arrondi.
Étymologie: εὖ, δινέω.

Greek Monotonic

εὐδίνητος: [ῑ], -ον, εύστροφος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐδίνητος: (ῑ) легко вращаемый (τρύπανα Anth.).