ἐνδόσιμον: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
m (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐνδόσιμον:''' τό<b class="num">1)</b> повод, случай (πρός и εἴς τι Plut.): τὸ [[ἐνδόσιμον]] [[λαβών]] Luc., Plut. воспользовавшись случаем;<br /><b class="num">2)</b> начало, вступление (τὰ ἐνδόσιμα τῷ λόγῳ Arst.). | |elrutext='''ἐνδόσιμον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> повод, случай (πρός и εἴς τι Plut.): τὸ [[ἐνδόσιμον]] [[λαβών]] Luc., Plut. воспользовавшись случаем;<br /><b class="num">2)</b> начало, вступление (τὰ ἐνδόσιμα τῷ λόγῳ Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:51, 4 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδόσιμον: (ἐνν. κροῦσμα), καθ’ Ἡσύσχ. «τὸ πρὸ τῆς ᾠδῆς κιθάρισμα», ὁ κύριος τόνος τοῦ μέλους, «τὸ ἴσον»· ἐν τῇ ῥητορικῇ, ἡ κλεὶς οὕτως εἰπεῖν πρὸς κατανόησιν πράγματός τινος, προοίμιον, (πρβλ. ἐνδίδωμι VII), Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 1, π. Κόσμ. 6. 20· ἐν ἱππασίᾳ, ὁρμητήριον σημεῖον, τὸ ἐνδόσιμον εἰς τὸν δρόμον Πολυδ. Α΄, 210. 2) μεταφ., νύξις, ἀφορμή, αἰτία, ἐνδόσιμον δεῖ δὲ ἢ ξένα ἢ οἰκεῖα εἶναι τὰ ἐνδόσιμα τῷ λόγῳ Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 4, Πολιτικ. 8. 5, 1· ὥσπερ ἐνδόσιμον ἡμῖν παρέξειν Πλούτ. 73Β.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδόσιμον: τό
1) повод, случай (πρός и εἴς τι Plut.): τὸ ἐνδόσιμον λαβών Luc., Plut. воспользовавшись случаем;
2) начало, вступление (τὰ ἐνδόσιμα τῷ λόγῳ Arst.).