Δωδώναθεν: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(2)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:


{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>Δωδώνᾱθεν</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[from]] [[Dodona]] [[Νεοπτόλεμος]] δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. [[κρατεῖ]]) βουβόται [[τόθι]] πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον (N. 4.53)
|sltr=<b>Δωδώνᾱθεν</b> [[from]] [[Dodona]] [[Νεοπτόλεμος]] δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. [[κρατεῖ]]) βουβόται [[τόθι]] πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον (N. 4.53)
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:30, 3 September 2022

English (Slater)

Δωδώνᾱθεν from Dodona Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. κρατεῖ) βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον (N. 4.53)

Spanish (DGE)

v. Δωδώνηθε.

Russian (Dvoretsky)

Δωδώνᾱθεν: adv. из Додоны Pind.