ἐκσφραγίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(2)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκσφρᾱγίζομαι:''' исключаться, изгоняться (δόμων Eur. - in tmesi).
|elrutext='''ἐκσφρᾱγίζομαι:''' исключаться, изгоняться (δόμων Eur. - in tmesi).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] -ιοῦμαι<br />Pass. to be [[shut]] out from, Eur.
}}
}}

Revision as of 21:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσφρᾱγίζομαι Medium diacritics: ἐκσφραγίζομαι Low diacritics: εκσφραγίζομαι Capitals: ΕΚΣΦΡΑΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: eksphragízomai Transliteration B: eksphragizomai Transliteration C: eksfragizomai Beta Code: e)ksfragi/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be shut out from, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων καθήμεθ' E.HF53.    II to be sealed, of a contract, BCH35.43 (Delos).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσφρᾱγίζομαι: ἀποκλείομαι, κλείομαι ἔξω, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων μαθήμεθ’ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 53.

Greek Monolingual

ἐκσφραγίζομαι (Α)
1. αποκλείομαι, κλείνομαι έξω
2. (για συμβόλαιο) είμαι σφραγισμένος
3. καταγράφομαι και επικυρώνομαι.

Greek Monotonic

ἐκσφρᾱγίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκσφρᾱγίζομαι: исключаться, изгоняться (δόμων Eur. - in tmesi).

Middle Liddell

fut. attic -ιοῦμαι
Pass. to be shut out from, Eur.