Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐτραπελεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐτρᾰπελεύομαι''': ἀποθ., εἶμαι [[εὐτράπελος]], [[ἀστεῖος]], εὐφυής, ἤ φέρομαι εὐτραπέλως, [[ἀστεΐζομαι]], εὐφυολογῶ, Πολύβ. 12. 16, 4. Διοδ. Ἐκλογ. 615. 59˙ [[οὕτως]] ὁ Δινδ. (ἀντὶ εὐτραπεζεύομαι) ἐν Εὐστ. 1053. 18.
|lstext='''εὐτρᾰπελεύομαι''': ἀποθ., εἶμαι [[εὐτράπελος]], [[ἀστεῖος]], εὐφυής, ἤ φέρομαι εὐτραπέλως, [[ἀστεΐζομαι]], εὐφυολογῶ, Πολύβ. 12. 16, 4. Διοδ. Ἐκλογ. 615. 59· [[οὕτως]] ὁ Δινδ. (ἀντὶ εὐτραπεζεύομαι) ἐν Εὐστ. 1053. 18.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρᾰπελεύομαι Medium diacritics: εὐτραπελεύομαι Low diacritics: ευτραπελεύομαι Capitals: ΕΥΤΡΑΠΕΛΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: eutrapeleúomai Transliteration B: eutrapeleuomai Transliteration C: eftrapeleyomai Beta Code: eu)trapeleu/omai

English (LSJ)

   A to be witty, ready, Plb.12.16.14, D.S.38/9.7; cj. Dind. for εὐτραπεζευόμενοι, Eust.1053.18.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρᾰπελεύομαι: ἀποθ., εἶμαι εὐτράπελος, ἀστεῖος, εὐφυής, ἤ φέρομαι εὐτραπέλως, ἀστεΐζομαι, εὐφυολογῶ, Πολύβ. 12. 16, 4. Διοδ. Ἐκλογ. 615. 59· οὕτως ὁ Δινδ. (ἀντὶ εὐτραπεζεύομαι) ἐν Εὐστ. 1053. 18.

Greek Monolingual

εὐτραπελεύομαι (Α)
ευτράπελος
είμαι ευτράπελος, είμαι αστείος, αστεΐζομαι, ευφυολογώ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτρᾰπελεύομαι: мило шутить, быть очаровательно остроумным Polyb., Diod.