κώπα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source
(3)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
 
Line 1: Line 1:


{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κώπα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[oar]] κάρυξε δ' αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαισι (P. 4.201) κώπαν σχάσον, ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονί (met., ἐπιτιμᾷ ἑαυτῷ ὁ Πίνδαρος ὡς [[πολλῇ]] χρησαμένῳ τῇ παρεκβάσει. Σ.) (P. 10.51)
|sltr=<b>κώπα</b> [[oar]] κάρυξε δ' αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαισι (P. 4.201) κώπαν σχάσον, ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονί (met., ἐπιτιμᾷ ἑαυτῷ ὁ Πίνδαρος ὡς [[πολλῇ]] χρησαμένῳ τῇ παρεκβάσει. Σ.) (P. 10.51)
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κώπᾱ:''' ἡ дор. = [[κώπη]].
|elrutext='''κώπᾱ:''' ἡ дор. = [[κώπη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:38, 3 September 2022

English (Slater)

κώπα oar κάρυξε δ' αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαισι (P. 4.201) κώπαν σχάσον, ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονί (met., ἐπιτιμᾷ ἑαυτῷ ὁ Πίνδαρος ὡς πολλῇ χρησαμένῳ τῇ παρεκβάσει. Σ.) (P. 10.51)

Russian (Dvoretsky)

κώπᾱ: ἡ дор. = κώπη.