λινοθώρηξ: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
(3)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνοθώρηξ''': ηκος, ὁ, ἡ, Ἰων. ἀντὶ λινoθώραξ, ὁ φορῶν θώρακα ἐκ λίνου, Ἰλ. Β. 529, 830˙ ἐπὶ τῶν Περσῶν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 2.
|lstext='''λῐνοθώρηξ''': ηκος, ὁ, ἡ, Ἰων. ἀντὶ λινoθώραξ, ὁ φορῶν θώρακα ἐκ λίνου, Ἰλ. Β. 529, 830· ἐπὶ τῶν Περσῶν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

German (Pape)

[Seite 49] ηκος, mit leinenem Harnisch, Il. 2, 529. 830; orac. bei Schol. Theocr. 14, 48.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοθώρηξ: ηκος, ὁ, ἡ, Ἰων. ἀντὶ λινoθώραξ, ὁ φορῶν θώρακα ἐκ λίνου, Ἰλ. Β. 529, 830· ἐπὶ τῶν Περσῶν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ηκος (ὁ, ἡ)
à la cuirasse de lin.
Étymologie: λίνον, θώρηξ ion. p. θώραξ.

English (Autenrieth)

with linen cuirass, Il. 2.529. (As represented in adjoining cut, No. 79; cf. also No. 12.)

Greek Monotonic

λῐνοθώρηξ: -ηκος, ὁ, ἡ, Αττ. λινοθώραξ, -ᾶκος, αυτός που φοράει λινό θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λῐνοθώρηξ: ηκος adj. одетый в льняной панцырь Hom., Xen.