μεσαίτερος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
(3)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσαίτερος]], -έρα, -ον (Α)<br />συγκριτ. τ. του [[μέσος]] (ἔν τε τῷ μέσῳ ἄλλα μεσαίτερα τοῡ μέσου», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>μεσος</i> (για τη [[μορφή]] <i>μεσαι</i><br /><b>βλ.</b> <i>μεσ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκρ. -<i>τερος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[παλαίτερος]])].
|mltxt=[[μεσαίτερος]], -έρα, -ον (Α)<br />συγκριτ. τ. του [[μέσος]] (ἔν τε τῷ μέσῳ ἄλλα μεσαίτερα τοῦ μέσου», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>μεσος</i> (για τη [[μορφή]] <i>μεσαι</i><br /><b>βλ.</b> <i>μεσ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκρ. -<i>τερος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[παλαίτερος]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεσαίτερος:''' compar. к [[μέσος]].
|elrutext='''μεσαίτερος:''' compar. к [[μέσος]].
}}
}}

Revision as of 12:45, 15 February 2019

French (Bailly abrégé)

α, ον :
Cp. de μέσος.

Greek Monolingual

μεσαίτερος, -έρα, -ον (Α)
συγκριτ. τ. του μέσος (ἔν τε τῷ μέσῳ ἄλλα μεσαίτερα τοῦ μέσου», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. μεσος (για τη μορφή μεσαι
βλ. μεσο-) + κατάλ. συγκρ. -τερος (πρβλ. παλαίτερος)].

Russian (Dvoretsky)

μεσαίτερος: compar. к μέσος.