μεσαίτερος
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
French (Bailly abrégé)
α, ον :
Cp. de μέσος.
Greek Monolingual
μεσαίτερος, -έρα, -ον (Α)
συγκριτ. τ. του μέσος (ἔν τε τῷ μέσῳ ἄλλα μεσαίτερα τοῦ μέσου», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. μεσος (για τη μορφή μεσαι
βλ. μεσο-) + κατάλ. συγκρ. -τερος (πρβλ. παλαίτερος)].
Russian (Dvoretsky)
μεσαίτερος: compar. к μέσος.
German (Pape)
kompar. zu μέσος.