Μυρσίλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(3)
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Μυρσίλος]], ὁ (Α)<br />ελληνικό όνομα του Κανδαύλη, βασιλιά της Λυδίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[μύρτος]].
|mltxt=[[Μυρσίλος]], ὁ (Α)<br />ελληνικό όνομα του Κανδαύλη, βασιλιά της Λυδίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[μύρτος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Μυρσίλος:''' ὁ Мирсил<br /><b class="num">1)</b> греч. имя Кандавла, правителя Сард Her.;<br /><b class="num">2)</b> тиранн Митилены, противник Алкея Plut.
|elrutext='''Μυρσίλος:''' ὁ Мирсил<br /><b class="num">1)</b> греч. имя Кандавла, правителя Сард Her.;<br /><b class="num">2)</b> тиранн Митилены, противник Алкея Plut.
}}
}}

Revision as of 21:35, 29 December 2020

Greek (Liddell-Scott)

Μυρσίλος: -ου, ὁ, Ἑλληνικὸν ὄνομα τοῦ Κανδαύλου βασιλέως τῆς Λυδίας, Κανδαύλης, τὸν οἱ Ἕλληνες Μυρσίλον οὐνομάζουσι, τύραννος Σαρδίων Ἡρόδ. 1, 7: -Μυρσιλῇον, Αἰολ. ἀντὶ -εῖον, τό, τὸ ἱερὸν αὐτοῦ, Ἀλκαῖ. 91 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Seidler).

Greek Monolingual

Μυρσίλος, ὁ (Α)
ελληνικό όνομα του Κανδαύλη, βασιλιά της Λυδίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ βλ. λ. μύρτος.

Russian (Dvoretsky)

Μυρσίλος: ὁ Мирсил
1) греч. имя Кандавла, правителя Сард Her.;
2) тиранн Митилены, противник Алкея Plut.