παρωνύμως: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(3b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παρωνύμως:''' в порядке словопроизводства, применяя производное слово (π. [[ἀπό]] τινος λέγεσθαι Arst.).
|elrutext='''παρωνύμως:''' [[в порядке словопроизводства]], [[применяя производное слово]] (π. [[ἀπό]] τινος λέγεσθαι Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 20 August 2022

Greek (Liddell-Scott)

παρωνύμως: Ἐπίρρ., παρὰ τὸ ὄνομα, ἐναντίον τῆς σημασίας τοῦ ὀνόματος, ὁ δὲ κάκιστος ἐκεῖνος παρωνύμως Κάλλιστος Στέφ. Διάκ. σ. 1125, ἔκδ. Mi, ἴδε παρώνυμος.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. βλ. παρώνυμος.

Russian (Dvoretsky)

παρωνύμως: в порядке словопроизводства, применяя производное слово (π. ἀπό τινος λέγεσθαι Arst.).